- επιχαλικώνω
- επιχαλίκωσα, επιχαλικώθηκα, επιχαλικωμένος, μτβ., στρώνω με χαλίκια (δρόμους ή πλατείες).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιχαλικώνω — και επιχαλικώ επιστρώνω με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλικόω, ώ μαρτυρείται από το 1890 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek